- καταέρρω
- καταέρρω, [dialect] Aeol. for καταίρω, Alc.41 (tm.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταίρω — καταίρω, αιολ. τ. καταέρρω (Α) 1. απέρχομαι, εφορμώ 2. (για πρόσ.) καταπηδώ 3. (για πτηνά) πετώ προς τα κάτω 4. (για πλοία) φθάνω στο λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἴρω «σηκώνω»] … Dictionary of Greek